- καρδακες
- κάρδακεςοἱ кардаки (одна из категорий иноземных наемников в персидской армии) Polyb.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κάρδακες — κάρδακες, οἱ (Α) οι ξένοι μισθοφόροι τού περσικού στρατού (α. «κάρδακες οἱ στρατευσάμενοι βάρβαροι ὐπὸ τῶν Περσῶν καὶ ἐν Ἀσίᾳ οὕτω καλοῡσι τοὺς στρατιώτας, οὐκ ἀπὸ ἔθνους ἤ τόπου, ἀλλ ὅτι πάντα τὸν ἀνδρεῑον ἤ κλῶπα λέγουσι κάρδακα», Ησύχ. β.… … Dictionary of Greek
CARDACES — Asiae minoris populi, Polybius et Arrian. Hesych. Κάρδακες οἰ ςτρατευσάμενοι βάρβαροι ὑπὸ Περσῶν καὶ εἰς Α᾿σίαν οὕτω καλοῦσι τοὺς ςτρατιὼτας, ἀπὸ ἔθνους ἤ τόπου. Strab. l. 15. Καλοῦνται δὲ οὗτοι Κάρδακες ἀπὸ κλοπίας τρεφόμενοι. Κάρδα γὰρ τὸ… … Hofmann J. Lexicon universale